τετραθειούχος

τετραθειούχος
-α, -ο, Ν
(για θειούχα ένωση) αυτή τής οποίας το μόριο περιέχει τέσσερα άτομα θείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + θειούχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”